καλειδοσκοπικός

καλειδοσκοπικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καλειδοσκόπιο.
επίρρ...
καλειδοσκοπικώς και -ά
με το καλειδοσκόπιο, σαν σε καλειδοσκόπιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. kaleidoscopique < kal- (πρβλ. καλ[ο]
*) + eido- (< είδος) + -scopique (πρβλ. -σκοπικός < σκοπώ). Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σπυρ. Μαυρογένη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”